ποτενσιόμετρο

ποτενσιόμετρο
Ηλεκτρική διάταξη που προορίζεται για μετρήσεις ακριβείας της διαφοράς δυναμικού που επικρατεί μεταξύ δύο σημείων ενός ηλεκτρικού κυκλώματος ή της ηλεκτρεγερτικής δύναμης (ΗΕΔ) μιας πηγής. Η αρχή λειτουργίας του π. βασίζεται στην έμμεση μέτρηση της διαφοράς του δυναμικού ή της ΗΕΔ, με σύγκριση αυτής αντισταθμιστικά προς άλλη πρότυπης πηγής (π.χ. πρότυπο ηλεκτρικό στοιχείο Weston). Η διάταξη αποτελείται από δύο κυκλώματα συνδεδεμένα παράλληλα, στο ένα από τα οποία παρεμβάλλεται μια βοηθητική ηλεκτρική πηγή σταθερής τάσης (π.χ. ένας συσσωρευτής) και στο άλλο εναλλάξ, η ηλεκτρική πηγή, της οποίας η ΗΕΔ πρόκειται να μετρηθεί, και η πρότυπη. Συγκεκριμένα, η βοηθητική πηγή συνδέεται παράλληλα με μια αντίσταση σύρματος, κατά μήκος της οποίας η κατανομή του δυναμικού είναι γραμμική. Στην ίδια αντίσταση συνδέεται, ομοιοπολικά προς τη βοηθητική πηγή, αρχικά, η υπό μέτρηση ηλεκτρική πηγή (E1), μέσω ενός γαλβανομέτρου και ενός δρομέα, ο οποίος μπορεί να μετακινείται κατά μήκος αυτής της αντίστασης. Με τη μετακίνηση του δρομέα εκλέγεται ένα σημείο επί της αντίστασης, ώστε το ρεύμα που σημειώνεται από το γαλβανόμετρο να μηδενιστεί. Στη συνέχεια αντικαθίσταται η πηγή E1 διά της πρότυπης (Ε2) και επαναλαμβάνεται η ρύθμιση του δρομέα για ανεύρεση εκ νέου σημείου μηδενισμού του ρεύματος. Με αυτές τις συνθήκες μηδενισμού (ή συνθήκες αντιστάθμισης) η άγνωστη ηλεκτρεγερτική δύναμη E1 και η γνωστή Ε2, προκύπτουν ανάλογες προς τις αντίστοιχες τιμές των αντιστάσεων R1 και R2 οι οποίες εκλέγονται στις θέσεις μηδενισμού του ρεύματος, δηλαδή: και Η διάταξη αυτή, κατάλληλα σχεδιασμένη, μπορεί να επίσης χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο των ενδείξεων ηλεκτρικών οργάνων (π.χ. μιλιβολτόμετρα), ηλεκτρονικών καταγραφικών συστημάτων κ.ά., οπότε παρέχει γνωστές τάσεις. H ίδια ονομασία δίνεται και στις ρυθμιζόμενες αντιστάσεις (ποτενσιόμετρα) που χρησιμοποιούνται στις ηλεκτρονικές συσκευές. Ποτενσιόμετρο για τη μέτρηση της ηλεκτρεγερτικής δύναμης ενός στοιχείου με τη σύγκριση με ένα άλλο πρότυπο. Η μέτρηση πραγματοποιείτο με την παρεμβολή εναλλακτικά στο Ρ του πρότυπου και του υπό μέτρηση στοιχείου και τη μετακίνηση κάθε φορά του δρομέα X κατά μήκος της συρμάτινης αντίστασης AB, ώστε να καθοριστεί η θέση κατά την οποία το γαλβανόμετρο G δεν σημειώνει διέλευσή ρεύματος. Στις συνθήκες αυτές οι αντιστάσεις του διαστήματος ΑΧ προκύπτουν ανάλογες προς τις ήλεκτρεγερτικές δυνάμεις, που παρεμβάλλονται κάθε φορά. Όταν είναι γνωστή η μία από αυτές (η πρότυπη) η άλλή υπολογίζεται με μια αναλογία.
* * *
το, Ν
(ηλεκτρ.) όργανο μέτρησης τής ηλεκτρεγερτικής δύναμης και τής τάσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. potentiometer (< λατ. potentia «δύναμη» + μέτρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποτενσιομετρία — η, Ν μέτρηση με ποτενσιόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. potentiometry (< λατ. potentia «δύναμη» + μετρία*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”